- δίγραμμος
- -η, -οαυτός που αποτελείται από δύο γραμμές.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίγραμμος — η, ο (AM ος, ον) νεοελλ. αυτός που αποτελείται από δύο γραμμές μσν. αρχ. αυτός που αποτελείται από δύο γράμματα … Dictionary of Greek
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
διγράμματος — διγράμματος, ον (Α) δίγραμμος* … Dictionary of Greek